καταγεωργώ

καταγεωργώ
καταγεωργῶ, -έω (Α)
καλλιεργώ («τὸ πεδίον τὸ ὑπὸ τῶν Ἀμφικτυόνων ἀνιερωθὲν αὖθις κατεγεώργουν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + γεωργῶ «καλλιεργώ» (< γεωργός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”